- χιμέτλη
- και χιμέθλη και χειμέτλη και χειμέθλη, ἡ, Αχίμετλο, χιονίστρα («εἱλκωμένας χιμέτλας καὶ πυρίκαυτα ἐπαλειφόμενον ὠφελεῖν», Διοσκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τής λ. χίμετλον, με αλλαγή γένους κατά τα θηλ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χιμέτλαις — χιμέτλη fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιμέτλης — χιμέτλη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιμέτλας — χιμέτλᾱς , χιμέτλη fem acc pl χιμέτλᾱς , χιμέτλη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμέθλη — ἡ, Α βλ. χιμέτλη … Dictionary of Greek
χειμέτλη — ἡ, Α βλ. χιμέτλη … Dictionary of Greek
χιμέθλη — ἡ, Α βλ. χιμέτλη … Dictionary of Greek
χιμετλιώ — και χειμετλιῶ, άω, Α [χίμετλον/ χιμέτλη] έχω χίμετλα, χιονίστρες … Dictionary of Greek
χιμέτλαν — χιμέτλᾱν , χιμέτλη fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)